κάτισχνος

κάτισχνος
-η, -ο (AM κάτισχνος, -ον)
ο πολύ ισχνός, ο πολύ αδυνατισμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κάτισχνος — very lean masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτισχνος — η, ο πολύ ισχνός, σκελετώδης: Από την πείνα ήταν κάτισχνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάτισχνον — κάτισχνος very lean masc/fem acc sg κάτισχνος very lean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατίσχνους — κάτισχνος very lean masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατίσχνων — κάτισχνος very lean masc/fem/neut gen pl κατισχνάω thin imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κατισχνάω thin imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτισχνα — κάτισχνος very lean neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάτισχνοι — κάτισχνος very lean masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατισχνώ — (I) κατισχνῶ, άω και έω (Α) [κάτισχνος] κατισχναίνω*. (II) κατισχνῶ, όω (AM) [κάτισχνος] φθείρω, κατατρίβω αρχ. 1. κάνω κάτι σαφές 2. εξαγνίζω …   Dictionary of Greek

  • σκελετός — (Ανατ.). Κατασκευή που αποτελείται από στοιχεία περισσότερο ή λιγότερο άκαμπτα (οστά) και που έχει ως προορισμό να στηρίζει το σώμα, να του δίνει σχήμα και να προστατεύει τα διάφορα όργανά του. Η οστέινη κατασκευή οφείλει την ακαμψία της στην… …   Dictionary of Greek

  • αέλαμος — και αγέλαμος, ο (για πρόσωπα) α) κάτισχνος άνθρωπος σαν καλάμι β) ενοχλητικός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἔλυμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”